Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλαμή — ξυλαμή, ἡ (Α) (ιδίως για χόρτα) σπορά, φύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξυλαμῶ] … Dictionary of Greek
ξυλάμησις — ξυλάμησις, ἡ (Α) [ξυλαμώ] ξυλαμή*, σπορά, φύτευση … Dictionary of Greek